διορχούμαι

διορχούμαι
διορχοῡμαι (-έομαι) (Α) [ορχούμαι]
1. χορεύω ανάμεσα, εδώ κι εκεί
2. (με δοτ.) διαγωνίζομαι στον χορό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”